ὑψηλώ

ὑψηλώ
ὑψηλός
high
masc/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑψηλῷ — ὑψηλός high masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψηλῶι — ὑψηλῷ , ὑψηλός high masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …   Dictionary of Greek

  • высокомоудриѥ — ВЫСОКОМОУДРИ|Ѥ (8*), ˫А с. То же, что высокоѹмиѥ: да некогда въздержатель бывъ о собѣ възнесешисѩ. ѥже предъпутиѥ высокомѹдрию. (ὑψηλοφροσύνης) ПНЧ 1296, 48; непщеваниѥ безмолви˫а приносить [отшельникам] высокомѹдриѥ. (εἰς ὑψηλοφροσύνην) Там же,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • мышьца — МЫШЬЦ|А1 (45), Ѣ (А) с. Предплечье, рука: самъ тъ. ѡ воли бл҃говольнѣи свою си ѡкръвавлѧѥть мышьцю. желѣзъмь прободъ. (τὸν... βραχίονα) ЖФСт XII, 124 об.; паче же и лѹкы ихъ [бесов] не съвѣдѧть. аще надѣютьсѧ лѹкомъ своимъ и мышьцею. съмѣрениѥмь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υπερώο — το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.) νεοελλ. εξώστης θεάτρου ή …   Dictionary of Greek

  • υψήλωσις — ώσεως, ἡ, Α οίδηση, πρήξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κατάλ. ωσις (πιθ. μέσω αμάρτυρου *ὑψηλῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”